-
1 κοινωνέω
κοινωνέω, Etwas gemeinschaftlich haben, Theil nehmen od. Theil haben an Etwas, τινός, mit Einem, τινί; ϑέλουσ' ἄκοντι κοινωνεῖ κακῶν ψυχή Aesch. Spt. 1024; τῆς χϑονός Suppl. 320; κοινωνοῠσα τῶν αὐτῶν γάμων Soph. Tr. 543; τάφου Eur. Or. 1055; Ar. Vesp. 692 Av. 653; ἤδη καὶ σὺ κοινώνει τοῦ λόγου Plat. Crat. 434 b; πόνων καὶ κινδύνων ἀλλήλοις, Gefahren mit einander theilen, Legg. III, 686 a; Xen. An. 7, 6, 28; τούτῳ μηδενός, ihn an Nichts theilnehmen lassen, Dem. 25, 61; Din. 1, 24; κεκοινωνηκὼς τῆς σιτήσεως τοῖς ib. 101; διανοίας Isocr. 4, 2. 110; οὗ καὶ ἡμεῖς κοινωνοῦμεν Arist. Eth. 10, 2, 4; Sp.; τῶν αὐτῶν ἐλπίδων Pol. 3, 2. 3; auch περί τινος, 31, 26, 6; – τινί, sich Einem anschließen, mit ihm über Etwas übereinkommen; πότερον κοινωνεῖς καὶ ξυνδοκεῖ σοι Plat. Crit. 49 d; ὁ τοιοῦτος τῷ τοιούτῳ κοινωνήσῃ Rep. I, 343 d; ἀλλήλοις Legg. VIII, 844 c; – γυναικί, fleischlichen Umgang haben, Luc. D. D. 1, 2. 10, 2. – Auch pass., ἐγκώμια κεκοινωνημένα εὐχαῖς, verbunden mit Gelübden, Plat. Legg. VII, 801 e. – Adj. verb., οὐδὲ κοινωνητέον τῆς ἡδονῆς τῷ ἐραστῇ Plat. Rep. III, 403 b.
См. также в других словарях:
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… … Dictionary of Greek